σκοπόν

σκοπόν
σκοπός
one that watches
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • натычь — НАТЫЧ|Ь (2*), И с. Цель, мишень: Вазнь, ˫акоже стрѣлець, ѡвогда ѹлѹчаѥть стрѣлѧющи въ насъ ˫ако въ начичь [в др. сп. натычь], ѡвогда же на прилежаща˫а ближнѧ˫а. (ἐπί... σκοπόν) Пч к. XIV, 58; вазнь ˫ако же стрѣлець ѡвогда ѹлѹчае(т). стрѣлѧюче в… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επίσκοπος — Ύψιστος βαθμός ιεροσύνης. Αρχικά, ο όρος σήμαινε επιθεωρητής, εποπτεύων, που οι Εβδομήκοντα χρησιμοποίησαν στην ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης με τη σημασία του κυβερνήτη και του άρχοντα· με την έννοια του ηγέτη μιας χριστιανικής… …   Dictionary of Greek

  • λιθάζω — (AM) [λίθος] ρίχνω πέτρες, λιθοβολώ (α. «λιθάζειν ἐπὶ σκοπὸν μανθάνειν καὶ ὃπλοις χρῆσθαι», Στράβ. β. «ἐβάστασαν... λίθους... ἵνα λιθάσωσιν αὐτόν», ΚΔ) αρχ. ρίχνω κάτι σαν πέτρα («χρυσὸν λιθάζειν εἰς τὴν παῑδα», Αππ.) …   Dictionary of Greek

  • υποτίθεμαι — ὑποτίθεμαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποτίθημι ΜΑ [τίθημι] νεοελλ. (γ εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) υποτίθεται τίθεται ως προϋπόθεση ή θεωρείται πιθανό (α. «υποτίθεται ότι στο σκάνδαλο είναι αναμεμιγμένοι και υψηλά ιστάμενοι» β. «αφού ζει σε τέτοια πολυτέλεια …   Dictionary of Greek

  • υπόσχεση — η / ὑπόσχεσις, έσεως, ΝΜΑ η διαβεβαίωση ότι θα κάνει κάποιος κάτι, το να αναλαμβάνει κανείς την υποχρέωση να κάνει κάτι (α. «μού έδωσε πολλές υποσχέσεις αλλά δεν τίς τήρησε» β. «πρὶν ἢ τὴν ὑπόσχεσιν ἔργον σοι γενέσθαι», Λουκιαν. γ. «ἐγὼ δ ἂν οὐ… …   Dictionary of Greek

  • Αρμένης-Βράιλας, Πέτρος — (Κέρκυρα 1812 – Λονδίνο 1884).Φιλόσοφος, νομομαθής και πολιτικός. Σπούδασε στην Κέρκυρα, την Μπολόνια και τη Γενεύη. Το 1840 διορίστηκε δικαστής των ανώτερων δικαστηρίων στη Ζάκυνθο και έπειτα υποθηκοφύλακας στην Κέρκυρα. Από το 1842 επιδόθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ερμής ο Λόγιος — Τίτλος του πρώτου ελληνικού περιοδικού. Κυκλοφορούσε κάθε δεκαπέντε ημέρες στη Βιέννη από την 1η Ιανουαρίου 1811 έως την 1η Μαΐου 1821. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής του (1811 14) ήταν ο γνωστός διδάσκαλος του Γένους Άνθιμος Γαζής και αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • БОЛГАРИЯ — (Республика Болгария; болг. Република България), гос во на Балканском п ове. Территория: 110994 кв. км. Столица: София (1310 тыс. чел. 2002). Крупнейшие города: Варна, Пловдив, Бургас, Стара Загора, Плевен, Шумен, Русе. Гос. язык: болгарский.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”